προσελυτρώ

προσελυτρώ
-όω, Α
επικαλύπτω, περικαλύπτω επιπροσθέτως («οὐ περιγλωττίδα μόνον... φορεῑν ἀλλὰ καὶ προσελυτροῡν τὴν γλῶτταν πρὸς τὰς ἀπολαύσεις», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐλυτρῶ «περικαλύπτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”